- θηητηρ
- θηητήρ-ῆρος ὅ любитель, знаток
(τόξων Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τόξων Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θηητήρ — θηητήρ, ος ὁ (Α) [θηέομαι] αυτός που βλέπει με θαυμασμό κάτι («θηητὴρ τόξων») … Dictionary of Greek
θηητήρ — one who gazes at masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηητῆρα — θηητήρ one who gazes at masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηήτωρ — θηήτωρ, ὁ (Α) [θηέομαι] (ποιητ. τ.) βλ. θηητήρ … Dictionary of Greek